Μια ελληνίδα αρχαιολόγος στο Κουβέιτ. Αναζητώντας τα ίχνη του Μεγαλέξανδρου η δρ Αγγελική Κοτταρίδη γράφει για την εμπειρία της ως επικεφαλής ελληνικής αρχαιολογικής αποστολής σε ένα μικρό νησί του Περσικού Κόλπου, τη Φαϊλάκα, με το αρχαίο ελληνικό όνομα Ικαρος, όπου διενεργεί ανασκαφές σε έναν ναό της Ελληνιστικής εποχής αφιερωμένο στην Αρτεμη και σε ένα οχυρό
«Πριν από το 2007 ο Περσικός Κόλπος ήταν για μένα ο δύσκολος περίπλους του Νέαρχου, ο Σεβάχ ο Θαλασσινός, πετρέλαια, ένας πόλεμος σε τηλεοπτική αναμετάδοση... γεωπολιτικές ισορροπίες στην κόψη του ξυραφιού... Ωσπου ξαφνικά μπήκε στη ζωή μου η Φαϊλάκα, ένα μικρό νησί του Κουβέιτ. Ανάμεσα στο Ιράν, στο Ιράκ και στη Σαουδική Αραβία, μπροστά στις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη αυτό το νησάκι ελέγχει τη θαλασσινή πύλη της Μεσοποταμίας, τον δρόμο που τώρα οδηγεί στη Βασόρα και στη Βαγδάτη, και άλλοτε έφτανε στη Βαβυλώνα. Είναι ένα ιδανικό παρατηρητήριο, που κρύβει ακόμη στην άμμο του τον απόηχο των γεγονότων που σημάδεψαν αυτή τη μήτρα του πολιτισμού ανάμεσα στους αιώνες.
Το ταξίδι ξεκινάει από τη μαρίνα του Κουβέιτ, που είναι γεμάτη με πολυτελή γιοτ. Το δικό μας ταχύπλοο πλησιάζει στο νησί κλυδωνιζόμενο άγρια- τα ισχυρά ρεύματα και οι δυνατοί άνεμοι είναι πολύ συχνό φαινόμενο στον Κόλπο- και τότε αντικρίζουμε ανάμεσα από τα κύματα να αναδύεται μια χαμηλή ασπρουδερή γραμμή στεριάς. Ενα σχεδόν επίπεδο νησί το υψηλότερο σημείο του οποίου δεν ξεπερνά τα οκτώ μέτρα.
Πίσω από το λιμανάκι μάς περιμένει η πρώτη έκπληξη: το Αλ Ζορ, μια πόλη-φάντασμα. Στη δεκαετία του 1980 ήταν εδώ ένας τόπος διακοπών, πλούσια σπίτια και επαύλεις, ευρύχωροι δρόμοι, τζαμιά και ένα μικρό μουσείο με σήμα κατατεθέν το ιωνικό κιονόκρανο... Το 1991 όμως πέρασε από τη Φαϊλάκα ο πόλεμος του Κόλπου... Τα κτίρια στέκονται ακόμη, αλλά είναι άδεια και γαζωμένα από τα πολυβόλα, η άμμος γέμισε βλήματα, χρειάστηκαν θωρακισμένα να καθαρίσουν τις νάρκες. Δύο- τρία τανκς που σκουριάζουν στον ήλιο είναι το μνημείο του πολέμου.
Η κυβέρνηση αποζημίωσε τους κατοίκους, το νησάκι σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης μετατέθηκαν σε πιο ευοίωνους καιρούς και το μοναδικό ξενοδοχείο- μικρά σπιτάκια σε παραδοσιακό ύφος- ανοίγει μόνο για το «week end». Από τον Οκτώβριο ως τον Απρίλιο μόνιμοι κάτοικοι του νησιού είναι τα μέλη των αρχαιολογικών αποστολών και οι εργάτες, κυρίως Αιγύπτιοι, που δουλεύουν στις ανασκαφές και στην επιδιόρθωση των τζαμιών.
Στην εποχή του Χαλκού (τη 2η χιλιετία π.Χ.) στον Κόλπο άκμαζε το βασίλειο του Ντιλμούν, που για τους Βαβυλωνίους ήταν η μαγική χώρα πέρα από το νερό, από όπου έρχονταν πολύτιμα ξύλα και μπαχαρικά, μαργαριτάρια και αρώματα. Στο Τελ Σάιντ, δίπλα στη θάλασσα, κάτω από το παλιό αρχοντικό, όπου στις αρχές του 20ού αιώνα έρχονταν να παραθερίσουν οι γυναίκες του σεΐχη, βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ναού Ντιλμούν και λίγο πιο πέρα, όχι μακριά από το οχυρό μας, ένα αρχαίο παλάτι.
Το παλάτι και ο ναός δεν υπήρχαν το 325 π.Χ. όταν ο Νέαρχος, ο ναύαρχος του Μεγαλέξανδρου, επιστρέφοντας από την Ινδία είδε εδώ πυκνό δάσος με κάθε λογής δέντρα, ελάφια και αγριοκάτσικα που οι κυνηγοί δεν επιτρεπόταν να τα αγγίξουν παρά μόνο για τις θυσίες της θεάς τους. Το νησάκι Αγκαρούν όπως ονομαζόταν τότε η Φαϊλάκα, ήταν τότε ένας παράδεισος της Μεγάλης θεάς που οι Ελληνες είπαν Αρτεμη και οι Βαβυλώνιοι Ιστάρ. Η γυμνή Ιστάρ, θεά του έρωτα και του θανάτου, μας «φανερώθηκε» κατά την ανασκαφή δύο φορές μέσα από τα πήλινα ειδώλια, που οι κάτοικοι του οχυρού φυλούσαν στα σπίτια τους για να έχουν την ευλογία της.
Στους κίονες του Ελληνιστικού ναού οι περσικές βάσεις παντρεύονται με τα ιωνικά κιονόκρανα, ανακαλώντας τους γάμους των Μακεδόνων με τις Περσίδες στα Σούσα, και όταν την ώρα της Εζάν (της μουσουλμανικής προσευχής) ο αιγύπτιος εργάτης, που δουλεύει μαζί μας, γονατίζει για να προσευχηθεί στις πλάκες του αρχαίου ναού, όλα τα σύνορα μοιάζει να καταλύονται...
Το ταξίδι ξεκινάει από τη μαρίνα του Κουβέιτ, που είναι γεμάτη με πολυτελή γιοτ. Το δικό μας ταχύπλοο πλησιάζει στο νησί κλυδωνιζόμενο άγρια- τα ισχυρά ρεύματα και οι δυνατοί άνεμοι είναι πολύ συχνό φαινόμενο στον Κόλπο- και τότε αντικρίζουμε ανάμεσα από τα κύματα να αναδύεται μια χαμηλή ασπρουδερή γραμμή στεριάς. Ενα σχεδόν επίπεδο νησί το υψηλότερο σημείο του οποίου δεν ξεπερνά τα οκτώ μέτρα.
Πίσω από το λιμανάκι μάς περιμένει η πρώτη έκπληξη: το Αλ Ζορ, μια πόλη-φάντασμα. Στη δεκαετία του 1980 ήταν εδώ ένας τόπος διακοπών, πλούσια σπίτια και επαύλεις, ευρύχωροι δρόμοι, τζαμιά και ένα μικρό μουσείο με σήμα κατατεθέν το ιωνικό κιονόκρανο... Το 1991 όμως πέρασε από τη Φαϊλάκα ο πόλεμος του Κόλπου... Τα κτίρια στέκονται ακόμη, αλλά είναι άδεια και γαζωμένα από τα πολυβόλα, η άμμος γέμισε βλήματα, χρειάστηκαν θωρακισμένα να καθαρίσουν τις νάρκες. Δύο- τρία τανκς που σκουριάζουν στον ήλιο είναι το μνημείο του πολέμου.
Η κυβέρνηση αποζημίωσε τους κατοίκους, το νησάκι σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης μετατέθηκαν σε πιο ευοίωνους καιρούς και το μοναδικό ξενοδοχείο- μικρά σπιτάκια σε παραδοσιακό ύφος- ανοίγει μόνο για το «week end». Από τον Οκτώβριο ως τον Απρίλιο μόνιμοι κάτοικοι του νησιού είναι τα μέλη των αρχαιολογικών αποστολών και οι εργάτες, κυρίως Αιγύπτιοι, που δουλεύουν στις ανασκαφές και στην επιδιόρθωση των τζαμιών.
Στην εποχή του Χαλκού (τη 2η χιλιετία π.Χ.) στον Κόλπο άκμαζε το βασίλειο του Ντιλμούν, που για τους Βαβυλωνίους ήταν η μαγική χώρα πέρα από το νερό, από όπου έρχονταν πολύτιμα ξύλα και μπαχαρικά, μαργαριτάρια και αρώματα. Στο Τελ Σάιντ, δίπλα στη θάλασσα, κάτω από το παλιό αρχοντικό, όπου στις αρχές του 20ού αιώνα έρχονταν να παραθερίσουν οι γυναίκες του σεΐχη, βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ναού Ντιλμούν και λίγο πιο πέρα, όχι μακριά από το οχυρό μας, ένα αρχαίο παλάτι.
Το παλάτι και ο ναός δεν υπήρχαν το 325 π.Χ. όταν ο Νέαρχος, ο ναύαρχος του Μεγαλέξανδρου, επιστρέφοντας από την Ινδία είδε εδώ πυκνό δάσος με κάθε λογής δέντρα, ελάφια και αγριοκάτσικα που οι κυνηγοί δεν επιτρεπόταν να τα αγγίξουν παρά μόνο για τις θυσίες της θεάς τους. Το νησάκι Αγκαρούν όπως ονομαζόταν τότε η Φαϊλάκα, ήταν τότε ένας παράδεισος της Μεγάλης θεάς που οι Ελληνες είπαν Αρτεμη και οι Βαβυλώνιοι Ιστάρ. Η γυμνή Ιστάρ, θεά του έρωτα και του θανάτου, μας «φανερώθηκε» κατά την ανασκαφή δύο φορές μέσα από τα πήλινα ειδώλια, που οι κάτοικοι του οχυρού φυλούσαν στα σπίτια τους για να έχουν την ευλογία της.
Στους κίονες του Ελληνιστικού ναού οι περσικές βάσεις παντρεύονται με τα ιωνικά κιονόκρανα, ανακαλώντας τους γάμους των Μακεδόνων με τις Περσίδες στα Σούσα, και όταν την ώρα της Εζάν (της μουσουλμανικής προσευχής) ο αιγύπτιος εργάτης, που δουλεύει μαζί μας, γονατίζει για να προσευχηθεί στις πλάκες του αρχαίου ναού, όλα τα σύνορα μοιάζει να καταλύονται...
3 σχόλια:
Τελικά παντού υπάρχει και ακούγεται
η Ικαρία..
Ικαριακι σε αυτο το αρθρο κάτι δεν είναι σωστά βαλμένο και πρέπει να κατεβάσεις 50 pagedown για να παει στο επόμενο σε mozzila
Σε i.e φαίνεται ΟΚ.
Δοκιμάστε κάποιο edit αν παίζει...
Ευχαριστούμε για την διόρθωση φίλε αναγνώστη.Το άρθρο διορθώθηκε.
Χρησιμοποιώ Google Chrome και εκεί το έβγαζε κανονικά!!!
Δημοσίευση σχολίου