Χτές 12 Νοεμβρίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών, ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της Κρήτης, ο Λεωνίδας Κλάδος.
Αυτοδίδακτος λυράρης από παιδική ηλικία, καλλιέργησε τη γνήσια κρητική μελωδία και την ανύψωσε σε υψηλά επίπεδα.
Γεννήθηκε
το 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου. Είναι γιός του Δημήτρη Κλάδου κτηνοτρόφου
από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου γνωστός ως Χωρίστρης. Μητέρα του είναι η
Χρυσή Ανδρέα Λίτινα. ΄Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8
παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο είναι ο Λεωνίδας.
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Πλατανίων, αλλά λόγω έλλειψης δασκάλου παρακολούθησε μαθήματα και σε άλλα δημοτικά της γύρω περιοχής μεταξύ αυτών και αυτό του Μοναστηρακίου. Ήταν εξαίρετος μαθητής, λόγω όμως οικονομικών δυσχερειών δεν προχώρησε στα γράμματα. Οι γονείς του τον προέτρεψαν και πήγε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη στο Βυζάρι στου Κούνουπα του Στεφανή, όπου πηγαινοερχόταν για τρία χρόνια.
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Πλατανίων, αλλά λόγω έλλειψης δασκάλου παρακολούθησε μαθήματα και σε άλλα δημοτικά της γύρω περιοχής μεταξύ αυτών και αυτό του Μοναστηρακίου. Ήταν εξαίρετος μαθητής, λόγω όμως οικονομικών δυσχερειών δεν προχώρησε στα γράμματα. Οι γονείς του τον προέτρεψαν και πήγε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη στο Βυζάρι στου Κούνουπα του Στεφανή, όπου πηγαινοερχόταν για τρία χρόνια.
Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού μου από τις Λαμπιώτες Παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι. Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής.
Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους. Σε 17 ημέρες έμαθε να κουρδίζει και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζε και τραγουδούσε συνέχεια.
Ως κτηνοτρόφος ο πατέρας του έβοσκε στην Σάμιτο και ο Λεωνίδας πάντα τον βοηθούσε. Οι τοποθεσίες και σπηλιές της Σαμίτου είναι γνωστές σε αυτόν. Τα χωριά που είναι στους πρόποδες της, Μοναστηράκι, Αμάρι, Οψυγιάς, Λαμπιώτες, Πετροχώρι γίνονται δεύτερο σπίτι του και οι κάτοικοι συγχωριανοί του.
Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής έβλεπε τα πρόβατα και έπαιζε και λύρα στα χωριά της περιοχής, ενώ στον Οψιγιά στο καφενείο Πικαντίλι, διασκέδαζαν τακτικά πολλοί μερακλήδες και χορευτές της επαρχίας που με την παρακίνηση τους έγινε σήμερα επώνυμος καλλιτέχνης.
Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Άνω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα
Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί τελειοποιούσαν το παίξιμο τους γι' αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία.
Την περίοδο αυτή συνθέτει στον Κισσόσπηλιο του Ψηλορείτη τον πρώτο του σκοπό τον οποίο για ειδικούς λόγους δεν έχει ακόμα ηχογραφήσει. Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντηλιές του. Το 1945 έως 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Μπαξεβάνη και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το νομό.
Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη και τον Στ. Φουσταλιέρη. Ταυτόχρονα γνωρίζεται με τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό, Καρεκλά, Σκορδαλό, Καλογρίδη.
Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιούς και 2 κόρες. Σήμερα έχουν 8 εγγόνια. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται.
Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του "¨Όταν κοιμάται ο δυστυχής". Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας.. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ήταν από τους πρώτους που ανέβασαν τα καλαματιανά και τα Ευρωπαϊκά ταγκό και βάλς.
Μεγάλες στιγμές δισκογραφικά οι συνεργασίες του με τον Μανιά, Κακλή, Κρασαδάκη, Σκουλά, Σταματογιαννάκη, Αγγελάκη όλοι τους μεγάλες φωνές.
Στην καλλιτεχνική του πορεία έχει να παρουσιάσει πλούσια δραστηριότητα στην διάρκεια της οποίας προσπάθησε να εξελίξει και να αναπτύξει την τεχνική του με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία της δικιάς του σχολής στο παίξιμο της κρητικής λύρας. Η πιο πρόσφατη δουλεία του κυκλοφόρησε το 2000 με τίτλο "Ανοίγω του σεβντά πανί". Συνολικά έχει ηχογραφήσει 27cd.
Παλιότερα έμπαινε στο στούντιο χωρίς να έχει ετοιμάσει τη δισκογραφική του δουλειά και την ολοκλήρωνε εκεί. Ο ίδιος χαρακτηριστικά τονίζει: "Έμπαινα στο στούντιο και αντί για δύο τραγούδια έγραφα δώδεκα. ¨Έρχεται αυθόρμητα ο οραματισμός της στιγμής". Τι σιγουριά, τι ταλέντο, τι αστείρευτη έμπνευση και δημιουργικότητα! ¨Όσο όμως τα χρόνια περνούν δεν δικαιολογεί τους αυτοσχεδιασμούς και τη νεανική ορμητικότητα, πολυδουλεύει τις συνθέσεις και τις επεξεργάζεται τέλεια.
Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου έχει μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους.
Ο Κλάδος ταξίδεψε πολλές φορές στο εξωτερικό και ενθουσιάστηκε με τη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων τη Κρήτης στην ομογένεια. Έχει τιμηθεί πάμπολλες φορές για την προσφορά του από διάφορους δήμους- κοινότητες- συλλόγους. Στη λύρα του βρίσκουν την λεβεντιά, την περηφάνια και το μεγαλείο του Κρητικού λαού.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι ο μοναδικός λυράρης όπου επιλέχτηκε και έχει κάνει συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν τρία χρόνια.
Επίσης έχει εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα δημιούργησε Βιομηχανία παγωτών τη "Λύρα" και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες όπου εξακολουθεί να λειτουργεί.
Παρά τα 76 του χρόνια το πάθος και το μεράκι για τη λύρα υπάρχει και τακτικά τον βλέπουμε σε δημόσιες εμφανίσεις. Καθημερινά συνεχίζει να ασχολείται με τη λύρα με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να έχει υλικό για αρκετούς δίσκους ακόμα. Σήμερα ζει στις Μοίρες με την Κλειώ του. Είναι η γυναίκα που μπόρεσε να του συμπαρασταθεί και να τον ανεχτεί στην καλλιτεχνική του πορεία όσο κανένας άλλος, όπως ο ίδιος λεει.
Επιθυμία του είναι να ξαναγυρίσει το χωριό του, να ξαναπερπατήσει στον Ψηλορείτη και τη Σάμιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου